ξεκοκάλι(α)σμα

ξεκοκάλι(α)σμα
το, -ατος
1. αφαίρεση του κόκαλου από το κρέας.
2. φάγωμα του κρέατος ώσπου να μείνει το κόκαλο.
3. σπατάλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”